|
неприрученный, дикий; θηρίο ~ο — лютый зверь (о человеке) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово неприрученный? — ανήμερος как на (ново)греческом будет слово дикий? — ανήμερος как с (ново)греческого переводится слово ανήμερος? — неприрученный, дикий — σαλιάρης — απαγγελάτορας — παραπαίρνω — καστανόξανθος — ψυχαναγκασμός — αποδειλιώ — απροπαράσκευος — αγγελοζωγραφιστός — μαλάς — υποφαρμακοποιός — σελλώνω — αναχωνεύω — σανιδόσκαλα — διάστικτος — ενδελέχεια — υποδηματοκαθαριστής — στρωματσόπανο — φουξία — γιοφύρι — μασημένος — ρεζεδάς |
|||