Новогреческий словарь
σκληραγωγικός
σκληραγωγικός
закаливающий
(перен.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
закаливающий
? —
σκληραγωγικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
σκληραγωγικός
? — закаливающий
#
(ново)греческий словарь
—
πρωτάθλημα
—
ανυπερτίμητος
—
σκληροκαρδος
—
μπροστέλλα
—
νυχτολούλουδο
—
αντικεφαλαιοκροτικός
—
προτεκτοράτο
—
κιγκαλερία
—
λογοτεχνικός
—
λυσσομάνημα
—
δυσμίμητος
—
εδώθενες
—
βιολί
—
αγγλομανής
—
καταδαπανώ
—
αόριστα
—
μαχητικότητα
—
κατανοώ
—
ανέγνωρος
—
ενεργούμαι
—
αλχημιστικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве