Новогреческий словарь
αντιδιαστέλλω
αντιδιαστέλλω
(αόρ. αντιδιέστειλα, παθ. αόρ. αντιδιεστάλην)
отличать, различать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
отличать
? —
αντιδιαστέλλω
как на
(ново)греческом
будет слово
различать
? —
αντιδιαστέλλω
как с
(ново)греческого
переводится слово
αντιδιαστέλλω
? — отличать, различать
#
(ново)греческий словарь
—
χλευάζω
—
κακομούτσουνος
—
ιδεολόγος
—
φωνήεν
—
Πέμπτη
—
ψευδολογία
—
ξέπασχα
—
μά
—
μεζάτι
—
αχρωματικός
—
μαρμαίρω
—
παγγερμανιστικός
—
μαρμαροειδής
—
πτίλο
—
αγγαρικά
—
σοκ
—
ιεραπόστολος
—
Βίβλος
—
μυδοκαλλιεργητής
—
ταβατούρι
—
παρωδούμαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве