Новогреческий словарь
αποικοιμισμένος
αποικοιμισμένος
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
αποικοιμισμένος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
πάθηση
—
θεούσα
—
αμαυρός
—
δίστιχος
—
εργατοπατέρας
—
ρούχο
—
σμιχτοφρύδης
—
μόδα
—
υπούργημα
—
τελεσιουργός
—
νταμαρήσιος
—
οξύτονος
—
μουλώνω
—
δάμαση
—
πτήσσομαι
—
πασαλείβω
—
αστριφτος
—
αθανάτιστος
—
εσώθην
—
αρνησιδικία
—
υδροφράχτης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве