|
το физ. омметр #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово омметр? — ωμόμετρο как с (ново)греческого переводится слово ωμόμετρο? — омметр — ξέχωρα — παιδομετρικός — εγκοχλιώνω — μηλοβολώ — μισοκατεστραμμένος — αλληλεπαγωγή — ποδεσιά — αλφαδάκι — συνάρχω — φτωχοφαμελίτης — αντενεργών — ολιγοστεύω — κυνοραίστης — παλαντσάρω — νανοφυής — ανασαίνω — τραχανάς — ακατάπειστος — μάγγανα — ογκολογία — νιάημερα |
|||