|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αποθεματικό? — — έμβολο — φλύκταινα — αξιοκατάκριτος — κακοφανισμένος — αρχαιότερος — επίκαυστος — αστραποβολητό — μπακράτσι — γαλαζόπετρα — παρεξηγώ — απόγραφος — ασκήμια — κοντόβραδο — καλοπερνάω — κουβεντιασμένη — ταλαιπωρώ — μεταμορφωμένος — ζεύξη — βουτυρίνη — σάρκωμα — ξεφάντωμα |
|||