|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово διαγουμισμένος? — — λιόδρομο — πολιτειακός — σύντρόφισσα — βηματίζω — ειρημένος — ψυχίατρος — πολυκυτταρικός — απευκταίος — βοτανισμένος — παρηγορούμαι — ομιλήτρια — μουγκοφυσάω — καμήλα — έκρυθμος — μικροκλέφτης — ανομοιότητα — αηδονίζω — τί — σύναπαντιέμαι — κρεβατομουρμούρα — γόνιμος |
|||