Новогреческий словарь
στενογραφία
στενογραφία
η
стенография
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
стенография
? —
στενογραφία
как с
(ново)греческого
переводится слово
στενογραφία
? — стенография
#
(ново)греческий словарь
—
χρωματοφόρος
—
μελία
—
αμερικανοκρατία
—
διπλόσημος
—
δροσιστικός
—
προστυχόκοσμος
—
πυρήνα
—
κιγκλίδωμα
—
κάκητα
—
απόκτημα
—
πρωθιεράρχης
—
Άρης
—
νεόνυμφη
—
μυτοτσίμπιδο
—
δεκαπενθήμερο
—
ευθυμογραφικός
—
βοσκοπούλα
—
κουράδι
—
απομέσα
—
παραφωτίς
—
μπάνικος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве