|
το мытьё полов #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мытьё полов? — σφουγγάρισμα как с (ново)греческого переводится слово σφουγγάρισμα? — мытьё полов — δογματικός — άτεκνος — αξαρμάτωτος — πήττα — επικρέμαμαι — διφυής — πίπερμαν — αμυλίνη — ξερογλείφω — κωδικοποιώ — αυγουλάς — αρματωσιά — αντιθετικός — κατασταλαχτή — εκτρέφω — ρεαλιστής — ηγουμενικός — αφούσκωτος — φορβιά — μοναρχικώς — αμετάπειστος |
|||