|
το мытьё полов #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мытьё полов? — σφουγγάρισμα как с (ново)греческого переводится слово σφουγγάρισμα? — мытьё полов — ερεθίζω — σαράκιασμα — γινατεμένος — διαμαντοχρώματα — υποστυλώνω — πούδρα — αφήνω — φρίζα — υπερκρέμαμαι — μετοικώ — κοκκινόχωμα — τουρλού — αρσενικό — Κλειώ — εχινόκοκκος — μαντατούρης — αυτόματο — κατασκεπαστός — γαλακταγωγός — αγνωμονώ — ανάτρεχα |
|||