Новогреческий словарь
συγκατηγορούμενος
συγκατηγορούμεν|ος
1. юр.
сообвиняемый
;
2. (о)
соответчик
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
сообвиняемый
? —
συγκατηγορούμενος
как на
(ново)греческом
будет слово
соответчик
? —
συγκατηγορούμενος
как с
(ново)греческого
переводится слово
συγκατηγορούμενος
? — сообвиняемый, соответчик
#
(ново)греческий словарь
—
αναζωγραφώ
—
αρχίτερα
—
αντιμηχονώμαι
—
αλατοζυγός
—
αποκάνω
—
ανακαινίζω
—
νταβίδι
—
ινδοευρωπαϊκός
—
ρόβι
—
ψυχομάχητό
—
υποτροπικός
—
συννεφόκαμα
—
ανυπερνίκητος
—
οχληρότητα
—
συμπαρομαρτούντα
—
χορτολογία
—
Αρτεσία
—
δεκαετής
—
ατέρμονας
—
ευκολογύριστος
—
έντεχνος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве