|
το : ~ σχήμα — лингв. оксюморон #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово οξύμωρο? — — συγχύζω — γλείψιμο — λεμονέλαιο — εντάμα — εξωστρεφής — ξενητεύομαι — μερινόν — στέγαση — ερημιά — κατοικοδημότης — έλαση — σατανάς — θερμίτης — ενδιάμεσο — συγκλονίζω — σφουγγάρισμα — καλολέω — υφιστάμενος — μεσαύλιο — ηωκαινικός — ύβρις |
|||