|
меновой; ~ό εμπόριο — товарообмен; меновая торговля; ~ή αξία — меновая стоимость #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово меновой? — ανταλλακτικός как с (ново)греческого переводится слово ανταλλακτικός? — меновой — σταμνάδικο — κατηγορουμένη — λαγνεία — ραδιόφωνο — ταπεινώνομαι — βρυσά — αντεπαναστάτης — ψαροκόκαλο — εκχυδάϊση — απορροφούμαι — βαλκανολογία — χαλκογραφία — βρωμόστομα — κεφαλιά — φρίττω — αντίβαρο — δυναμίτιδα — διαλυτός — υπομοίραρχος — υπομνημάτιση — νεοφιλελευθερισμός |
|||