Новогреческий словарь
ανταλλακτικός
ανταλλακτικός
меновой
;
~ό εμπόριο — товарообмен; меновая торговля
;
~ή αξία — меновая стоимость
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
меновой
? —
ανταλλακτικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανταλλακτικός
? — меновой
#
(ново)греческий словарь
—
ξεκουκουλώνω
—
αγεφύρωτος
—
γενεαλογούμαι
—
αράζω
—
μάρκαλος
—
παλιόσκυλο
—
δυναμογόνος
—
πισσόστρωση
—
αντισταθμιστής
—
αφειδής
—
πατρογονικός
—
σκυροδετώ
—
αναθιβάλλω
—
ξεκουτιαίνω
—
εκμαυλιστικός
—
ιεροσυλία
—
τιμωρός
—
υδρόθειο
—
αναγιγνώσκω
—
κλεπτομανής
—
μαμουρεύω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве