Новогреческий словарь
ακαλήφη
ακαλήφη
η 1)
крапива
;
2)
медуза
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
крапива
? —
ακαλήφη
как на
(ново)греческом
будет слово
медуза
? —
ακαλήφη
как с
(ново)греческого
переводится слово
ακαλήφη
? — крапива, медуза
#
(ново)греческий словарь
—
δόλος
—
παραπλανάω
—
κρυπτογενεσικός
—
εντεραλγία
—
σωληνωτός
—
οξειδώσιμος
—
δόλια
—
μπανανιά
—
κειά
—
αναδασώνω
—
ηλεκτροκινητική
—
αντιστατικός
—
κυλικείο
—
ετοιμολογία
—
εναντιοφρονώ
—
κλαδολογάω
—
υδροτεχνική
—
τούρλωμα
—
μασητήρας
—
αδιερεύνητος
—
δεδικασμένο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве