Новогреческий словарь
μουλάρι
μουλάρι
το 1)
мул
;
2) бран.
упрямый осёл
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
мул
? —
μουλάρι
как на
(ново)греческом
будет слово
упрямый осёл
? —
μουλάρι
как с
(ново)греческого
переводится слово
μουλάρι
? — мул, упрямый осёл
#
(ново)греческий словарь
—
αγριοθωρώ
—
μαϊνάρω
—
εμπαιστός
—
Ψωροκώσταινα
—
ασβεστοκονίαμα
—
γαιανθρακέμπορος
—
εισαγωγούλα
—
φραμπαλάς
—
ασυνόψιστος
—
ασυναρτησία
—
γλυκοξημέρωμα
—
σκαλιστήρι
—
ταιριασμένος
—
αντισυνταγματικότητα
—
πάναγνος
—
εναντιολογώ
—
αδήλωτος
—
ευμνημόνευτος
—
βιοπαλεύω
—
προσκήνιο
—
οινομανής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве