Новогреческий словарь
υδατάνθραξ
υδατάνθραξ
(-ακος) ο (чаще мн.ч. )
углевод
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
углевод
? —
υδατάνθραξ
как с
(ново)греческого
переводится слово
υδατάνθραξ
? — углевод
#
(ново)греческий словарь
—
μελισσόχορτο
—
ασυγκάλυπτος
—
κρινοδάχτυλος
—
λοστρόμος
—
ξέφτισμα
—
μηλόχορτο
—
γαστρεντερίτις
—
αίθριο
—
δωδεκάρι
—
φήμη
—
δίζυγο
—
μαζικώς
—
παλιούρα
—
ξελογιάστρα
—
ησυχασμός
—
τρίδυμα
—
βυσσοδομώ
—
σταμάτημα
—
όροβος
—
εντρίβω
—
πεντακισμύριοι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве