|
(-εως) η бот. камедетечение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово камедетечение? — κομμίωσις как с (ново)греческого переводится слово κομμίωσις? — камедетечение — γραβιά — μισοξαπλωμένος — ασβεστοποιός — τρελλαίνομαι — καβαλικευτά — σύξυλος — βηρύλλος — σλέπι — αγροτεμάχιο — αζόρευτος — χολερόβλητος — πορνικός — ακρόαση — εξαερωτήρας — οροσημαίνω — τροπωτήρ — κουμπαρούλα — εριστικώς — καμφουρά — αποζυγώνω — επιλεκτικότητα |
|||