|
(-εως) η конопачение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово конопачение? — διάναξη как с (ново)греческого переводится слово διάναξη? — конопачение — μηδίζω — λαμπίζω — ισοδυναμώ — βούι — χάβρα — Κρητικόπουλο — αξομολόγητος — εγκαρτέρηση — τρυγόνι — καρμίρικα — στιλβωτικός — μονοδιάστατος — μακρήγορος — μακάτι — αψηφοφόρητος — γλεντάω — απέ — αποχετευτικός — ατάϊστος — σπιθοβολάω — ανάγλυπτος |
|||