|
(-εως) η конопачение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово конопачение? — διάναξη как с (ново)греческого переводится слово διάναξη? — конопачение — πετυχαίνω — δύω — αστραποβολάω — ψελλός — ξομολόγημα — λαδόχαρτο — λιόκαυτος — μονύδριο — ευταμίας — επιπλέω — εξαίσιος — προσταγή — γλιστεράδα — ανά — μπακίρι — αβρά — βελουδένιος — βραχιονικός — προφήτης — θαμώνας — συμφύρομαι |
|||