|
ο (чаще мн.ч. ) анат. бронхиоль #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бронхиоль? — βρόγχίσκος как с (ново)греческого переводится слово βρόγχίσκος? — бронхиоль — μπαμπέσης — πεντηκονθήμερος — σκυλόψαρο — τεϊόδενδρο — ηλεκτρομαγνητικός — ευκολοπρόφερτος — λαγαρίζω — αλλόγλωσσος — γλεντοκοπω — νεογενής — ζαχαρωτό — αυγοθήκη — πενταπλασιασμός — τυροβόλι — ανεπισχημοσύνη — αρμίδι — διμοιρίτης — στακτή — τρικό — ταππώνω — άτσαλος |
|||