Новогреческий словарь
αρραβώνιασμα
αρραβώνιασμα
το (чаще мн.ч. )
обручение, помолвка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
обручение
? —
αρραβώνιασμα
как на
(ново)греческом
будет слово
помолвка
? —
αρραβώνιασμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
αρραβώνιασμα
? — обручение, помолвка
#
(ново)греческий словарь
—
εκβύθιση
—
αυτοχρωμία
—
εξευρωπαΐζω
—
παρασιώπηση
—
εξολίσθηση
—
κοντράλτο
—
εγκατάλειψη
—
ξεκουράζω
—
αφρικανικός
—
αυτοκυβερνησία
—
μαλακτικός
—
ωρίμαση
—
κοντόξυλο
—
μουντζαλώνω
—
κουμπάρος
—
πρόλοβος
—
κραταιότητα
—
γλυκασιά
—
φιλοπρόοδος
—
ξηγώ
—
αγροφυσική
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве