|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καλαντίστρια? — — τόκα — ανυπόφορος — αποζευγνύω — σπανακόπιττα — εφιστώμαι — ζωογόνηση — τυρόγαλο — νιφτήρας — βωλοκόπημα — κοντό — αχωνεψιά — προβοδίζω — αστροπλάνο — γκοριτσιά — μετασεισμικός — βρίζω — ξεσκούφωμα — αυτοκατηγορούμαι — πεντάχρονος — χωματένιος — απροίκιστη |
|||