|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово στλεγγίζω? — — εντριβή — συγκοινωνιολογια — ασμίλευτος — παστοκύδωνο — ανθολόγηση — καρυδόπιττα — προικοδότης — νομισματοκοπείο — ετερος — αερόσφαιρα — πωρούμαι — μπαστουνιά — τρυφερός — ενεχυρόγραφον — κατάστικτος — κακογραμμένος — επισωρευτής — σιτοφύλακας — σεβαστός — ερωτική — νταρντάνα |
|||