|
(-ητος) ο 1) гриб; 2) бакт. грибок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гриб? — μύκης как на (ново)греческом будет слово грибок? — μύκης как с (ново)греческого переводится слово μύκης? — гриб, грибок — ιχνογραφικός — μέλαν — λιθογνωμικός — σουρβιά — παροιμιακός — μονομηνιάτικος — μεθεόρτιο — πελάγιος — σταχώνω — ακράκι — αναρχιστικός — εξακοντίζω — ασυμπαγής — πυροτέχνημα — ανεπιδίκαστος — κεντρικότητα — ενεργειακός — πόδι — αυλακώνω — αυτονόμηση — δύσοσμος |
|||