Новогреческий словарь
καπιταλιστικός
καπιταλιστικός
капиталистический
;
~ές χώρες — капиталистические страны
;
~ή αγορά — капиталистический рынок
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
капиталистический
? —
καπιταλιστικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
καπιταλιστικός
? — капиталистический
#
(ново)греческий словарь
—
γυαλικό
—
κατεργάρικο
—
φρικασσές
—
λάφι
—
προκατειλημμένος
—
Μεφιστοφελής
—
κουτεντές
—
αδημονώ
—
ράμφισμα
—
συμφεροντολογικός
—
ύλη
—
καλαισθησία
—
ξίδι
—
στραβολαγκάδα
—
αυτοκινητοδρομία
—
παππουδίστικος
—
πεντάγραμμο
—
βροντηγμός
—
Λονδρέζος
—
δακτυλοσκοπικός
—
αλεξήνεμος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве