|
η внучка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово внучка? — αγγόνα как с (ново)греческого переводится слово αγγόνα? — внучка — ατσίδι — επιβουλεύομαι — αρτοπαρασκευαστής — αρνησίθρησκος — πετονιά — χοντροκοπανίζω — κείθες — ακερος — προεστός — χρυσαφής — διατονικός — μπλογκόσφαιρα — ανεξόρυκτος — υφαντήριο — κρεβατόστρωση — κολπεγχύτης — μπουρτζόβλαχος — μεθαυριανός — λαϊκοαπελευθερωτικός — χώρος — επικίνδυνα |
|||