|
томимый жаждой #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово томимый жаждой? — διψασμένος как с (ново)греческого переводится слово διψασμένος? — томимый жаждой — ομαδόν — πενηντάρα — Νέστορας — πτίλο — ευκολο- — δυσβάστακτα — ανεβάζω — ψοφόκρυο — αρχολίπαρος — αλαλητό — λεξικολογία — προαπαντώ — δανιστί — ξεροψημένος — αλεποτρίχης — καθρεφτάδικο — καστανέων — ξεγέννημα — αυθάδισσα — αδιάβροχο — αρχινίζω |
|||