|
орфоэпический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово орфоэпический? — ορθοεπής как с (ново)греческого переводится слово ορθοεπής? — орфоэпический — κυτταρολόγος — εμπυώ — ριζό — βούλιτο — εύκολος — φαρμακολογία — λαγωχειλία — σέλλα — διασταυρόμενος — μειονοτικός — καλομεταχειρίζομαι — θρονί — αρμοστεία — αγχίνοια — λαγκάδα — συρμακέσης — κρεόζωτον — δροσοσταλιά — πίννα — αλλέα — καταλύτρα |
|||