|
поповский; относящийся к духовенству #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово поповский? — παπαδίστικος как на (ново)греческом будет слово относящийся к духовенству? — παπαδίστικος как с (ново)греческого переводится слово παπαδίστικος? — поповский, относящийся к духовенству — σιχαμερός — απορηματικός — αγοθούλης — μεθοδολογία — μυγιόγγιχτος — αδιαοκόρπιστος — αμφίστομος — πεντόλιρο — αρχαιολάτρης — θρασομονώ — λευκωματοειδής — βελλαδόνα — δεσπότης — μεγαλομάρτυρας — ασύρματος — εκπομπεύω — προβλάστη — ασπροκαλάμποκο — σκρόφα — επταετηρίδα — μειοδοτικά |
|||