Новогреческий словарь
ανάερα
ανάερα
легко, плавно
;
περπατάω ~ — иметь лёгкую походку
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
легко
? —
ανάερα
как на
(ново)греческом
будет слово
плавно
? —
ανάερα
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανάερα
? — легко, плавно
#
(ново)греческий словарь
—
δεκαεξαετής
—
προσχηματικός
—
δακτυλιδένιος
—
απαγορεύσιμος
—
ανίπταμαι
—
επιτάττω
—
γρασερός
—
ακροβολιστικός
—
μοιρογνωμόνιο
—
παιδοχειρουργική
—
ειρωνικά
—
ημιδιαφανής
—
ινδιάνικος
—
οινοπώλης
—
πλινθοστρώνω
—
εκατονταπλασιάζω
—
κραίνω
—
βελονοειδής
—
λαντζιέρης
—
διαγώνια
—
συνεργάτισσα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве