|
το 1) государство; 2) правительство #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово государство? — ντοβλέτι как на (ново)греческом будет слово правительство? — ντοβλέτι как с (ново)греческого переводится слово ντοβλέτι? — государство, правительство — διαφέρομαι — αμίαντο — βρομογούρουνο — βιντεοκάμερα — θεότυφλος — γυψοπλάστης — βρογχοσκόπία — λενινικός — παλιοκάραβο — απαξιωτικά — κούρσον — ανταλλακτικός — φλοκκάτα — χάμουρα — αυτοδιάλυση — ασυχώρετος — παραστατική — εκσκαφέας — πεντόλιρο — βαλβίδα — φιλτράρισμα |
|||