|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово δηκτικώς? — — βαπορίσιος — θέση — παράξενα — ξεκαβαλλίκεμα — ρυτιδωμένος — κορασάνι — αλυσιτελής — τυραγνάω — ομοιογενοποιούμαι — αυταπόδεικτος — σκανδαλιά — αδαμαντένιος — αντιστρατήγημα — ευθυμολόγος — σκυλευτής — δεκαστής — κλάτς — δανικά — εναλλαγή — επιβεβαιωτικός — εύδρομο |
|||