Новогреческий словарь
πεδιλωτός
πεδιλωτός
педальный, снабжённый педалями
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
педальный
? —
πεδιλωτός
как на
(ново)греческом
будет слово
снабжённый педалями
? —
πεδιλωτός
как с
(ново)греческого
переводится слово
πεδιλωτός
? — педальный, снабжённый педалями
#
(ново)греческий словарь
—
έμπυασμα
—
επιδειξιμανία
—
αρτιότητα
—
χαρίεσσα
—
πεθερικά
—
αντιστικτικός
—
αναίρεση
—
ευεργέτισσα
—
εκπροσώπευση
—
αδεξιότητα
—
σπετσαρία
—
κεφάλα
—
αυτοαθμολογούμαι
—
λουφατζής
—
οινοειδής
—
φωτοειδησεογραφία
—
Λ
—
τορευτής
—
συστηματικότητα
—
οκρίβας
—
παραφίνη
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве