|
попадать в плен #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово попадать в плен? — αιχμαλωτίζομαι как с (ново)греческого переводится слово αιχμαλωτίζομαι? — попадать в плен — άεροβατω — δίμορφος — ανερμήνευτος — εγκιβωτισμός — σκολιότης — διαβολοκόριτσο — αναρρωνύω — συγκριτικός — αιματοκατούρημα — δηλωθείς — αντεκδικήτρα — ταραμάς — πλαγίως — παπαδίστικος — ταριχευμένος — ακρυστάλλωτος — φόλιζα — ερεθιστικά — βρισκούμαι — αμέ — αποστάθμιση |
|||