|
η прям., перен. 1) слепота; 2) ослепление #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово слепота? — τύφλωση как на (ново)греческом будет слово ослепление? — τύφλωση как с (ново)греческого переводится слово τύφλωση? — слепота, ослепление — τέντα — ξανακινάω — εξαιρούμενα — αδερφοποιτός — βάριο — αναθαρρεύω — γηρατειά — δυσεξήγητος — σαβουριάζω — δυσαρίθμητος — ξυράφι — συντοπίτης — συμμετρικά — κακεντρεχώς — ξανθό — ασβεστοποιία — αμμοειδής — νεραϊδοπαρμένος — αδιακωμώδητος — κουτσομπόλης — θαλασσογραφία |
|||