Новогреческий словарь
αφιλοτίμητος
αφιλοτίμητ|ος
бессовестный
(лёгкий упрёк);
βρέ ~ε, γιατί δέν έρχεσαι νά μας βλέπεις! — [phrase]ты что же, бессовестный, не приходишь нас навестить![/phrase]
;
===
τόν ~ο, μπόι πού τώ κανε! — [phrase]как он вырос![/phrase]
;
βρέ τήν ~η ομορφιές πού τίς έχει! — [phrase]смотри какая она красавица![/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
бессовестный
? —
αφιλοτίμητος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αφιλοτίμητος
? — бессовестный
#
(ново)греческий словарь
—
καλογερικός
—
συνορίτισσα
—
σφουγγάρισμα
—
παστρικά
—
τριβή
—
ποιητικότητα
—
παινεύω
—
στεναχωρημένος
—
δευτεροτρόπιδα
—
βρικέτα
—
συμμαχικός
—
κρουσίφλογος
—
επιφώνημα
—
ατμοπλοία
—
τραγανιστός
—
αξινος
—
καθιερωμένα
—
σκίμπους
—
χειρώνακτας
—
επιβιώ
—
νεκρωτικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве