Новогреческий словарь
ζούρλια
ζούρλια
η :
είναι ~ — а) умопомрачительно красивый человек; б) умопомрачительная вещь
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ζούρλια
? —
#
(ново)греческий словарь
—
χαρτένιος
—
μηχανικός
—
αδολέσχης
—
επικρέμαση
—
επίναυλος
—
πηγαίος
—
δεκαδάρχης
—
κουρταλάω
—
λευίτης
—
παραγιός
—
λογόρροια
—
σατανισμός
—
μυστικιστής
—
καγκελλωτός
—
απυρηνικός
—
φωνιάζω
—
καταχανάς
—
ασμάλτωτος
—
αλμυρόγεως
—
συκομαγίδα
—
κρύσταλλο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве