Новогреческий словарь
ανόργανος
ανόργαν|ος
неорганический
;
~α σώματα — неорганические вещества
;
~η χημεία — неорганическая химия
;
===
~ γυμναστική — вольные движения
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
неорганический
? —
ανόργανος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανόργανος
? — неорганический
#
(ново)греческий словарь
—
λαχίδα
—
κινδυνολογώ
—
μεταμφιέζω
—
ευρωπαίζω
—
αφαιρετική
—
πρωτεξαδέλφη
—
διηγηματικό
—
συβαριτισμός
—
βατράχι
—
χιονομάζα
—
σανιδένιος
—
κνώδακας
—
φαραώνια
—
μόδι
—
στυγνότητα
—
χώνομαι
—
αχωνευσία
—
σοσιαλδημοκρατία
—
ολόθυμος
—
πάρεδρος
—
πολυπράγμων
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве