|
η импровизатор (относится к объекту ж.р.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово импровизатор? — αυτοσχεδιάστρια как с (ново)греческого переводится слово αυτοσχεδιάστρια? — импровизатор — λέξη — πουτανιάρης — σημαδεμένος — ζωοφιλία — μίκι-μάους — διόσανθος — ιωδιούχος — φυστίκι — ακοντίζω — μειοδοτικός — αντιτριβή — σωματομετρικός — αγώγιμος — εύζωνας — ακαθοδήγητος — κεράσι — αποκρεμιέμαι — νερουλάδα — εμπειρικός — παλαβάδα — σκαρπίνι |
|||