|
запирать на засов #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово запирать на засов? — αμπαρώνω как с (ново)греческого переводится слово αμπαρώνω? — запирать на засов — γναφείο — σκυθρωπότητα — βαλσαμωτής — διοκαυστικός — επιχάλκωση — δίπους — γυναικολόγος — αρθρογραφώ — δέκτης — επιμίσθιο — φριζάρισμα — λογοδιάρροια — αναποζημίωτος — πολυσύλλαβος — θαλπωρή — εβδομάς — διαλεκτική — καθίζηση — επεξεργασία — επιφύομαι — λιμάρικο |
|||