|
(αόρ. εξέπτυξα) распускать; развёртывать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово распускать? — εκπτόσσω как на (ново)греческом будет слово развёртывать? — εκπτόσσω как с (ново)греческого переводится слово εκπτόσσω? — распускать, развёртывать — πηγαινοφέρνω — υπογραμμή — πολυήμερος — αστρίμωχτος — ανόστεος — προπάτορας — επιχωριάζων — λεμονιά — σουσούμι — πρόγνωση — ρούσικα — ασχημολογώ — πολιτικοοικονομικός — παραταξιακός — διεισδυτικότητα — ψαμμοθεραπεία — σταθμίζω — κοκοφοίνικας — υποτροχήλιον — ξύπνημα — αμμόμετρο |
|||