|
το лек (денежная единица Албании) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лек? — λέκ как с (ново)греческого переводится слово λέκ? — лек — τονικότητα — τρίβω — ούζο — Φράγκισσα — εκκρούω — πλακουτσωτός — πλεονασματικός — απαρεμπόδιστος — ολοκληρωτικά — μή με λησμονεί — γούμενα — τριανταριά — θάρρος — γουρνάς — αμαζόνιος — λεμονιά — κουζινιέρα — υφαντός — καστανή — κατασταλαχτή — χαλιέμαι |
|||