Новогреческий словарь
εκδύω
εκδύω
(αόρ. εξέδυσα)
раздевать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
раздевать
? —
εκδύω
как с
(ново)греческого
переводится слово
εκδύω
? — раздевать
#
(ново)греческий словарь
—
καλάμινος
—
τσαχπινογαργαλιάρα
—
παραφυσώ
—
μεταξύλημα
—
αρέσκω
—
εκκενωτής
—
επιδίωξη
—
ξεπηδάω
—
κιβωτιοποιείον
—
ξεριζώνω
—
ξέβγαλμα
—
μπαμπόγερος
—
φύλαγμα
—
αλυκή
—
ξεροτηγανίδι
—
αγκάλιασμα
—
απογαλάκτιση
—
μπακιρτζήδικο
—
κομματιαστός
—
ακαρτερώ
—
ξεσκίζομαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве