|
η гипсометрия #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гипсометрия? — υψομετρία как с (ново)греческого переводится слово υψομετρία? — гипсометрия — κλωστήρ — διχρονίτικος — αναγνωριστικά — Μεξικάνα — ρουφιανεύω — εκβαρβαρώνω — σπυράκι — διεξέρχομαι — δωδεκαρίτες — λαφράδα — μικκύλιο — λαβή — ταπείνωση — βουλευτοκρατούμαι — καλωδιακός — ένθεσμος — τολύπη — περιληπτικός — κοκκινέλλη — ακλειστος — τροχιοδείκτης |
|||