Новогреческий словарь
πελεκητής
πελεκητ|ής
ο 1)
резчик
;
2)
плотник
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
резчик
? —
πελεκητής
как на
(ново)греческом
будет слово
плотник
? —
πελεκητής
как с
(ново)греческого
переводится слово
πελεκητής
? — резчик, плотник
#
(ново)греческий словарь
—
επιτηρητής
—
ενασχολούμαι
—
φασαριόζος
—
αφηγηματολογία
—
βογγάω
—
πσραλογή
—
αντιφθειρικός
—
ασυνήθης
—
επιβαίνω
—
εγκοιλαίνω
—
ανορθόγραφος
—
μονομηνιάτικος
—
γιάμπολη
—
ψευδοευλαβής
—
ζαπτιές
—
στρατί
—
ελικηδόν
—
παγκάρι
—
φιλότεχνος
—
αγροφύλακας
—
παλαίστρια
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве