|
το кальсоны #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кальсоны? — εσώβρακο как с (ново)греческого переводится слово εσώβρακο? — кальсоны — όργανο — υποκοριστικό — ενσφηνώνω — μάγκιπος — ανασταίνω — γραιγολεβάντες — τσιμπιά — λουκουμάς — χασκογελώ — ψηλοτάκουνος — οπισθοβασία — οινομετρία — σάματι — ρουχισμός — συνεισηγητής — γεννηταρούδι — εκκοπή — υγροτροπισμός — γαβαθάς — αποκατεστημένος — αναπνιάζω |
|||