|
η (чаще мн.ч.) кастаньета #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кастаньета? — καστανιέτα как с (ново)греческого переводится слово καστανιέτα? — кастаньета — απορρεύστωση — υφέσιμος — φερμάνι — ψυχοβλαβής — κολάφισμα — αφίλιωτος — διχρωμία — λουχτούκισμα — εντόπιση — εξαρμοστήρας — τσακάω — πυρηνολυσία — τηλέφωνο — εμβέλεια — πληθυσμογράφος — χειρομαλάζω — ραδιοσκόπηση — κατάχαμα — αυτοεπίγνωση — επίστεγο — πλοϊμότης |
|||