|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πόλιτσμαν? — — ενδοστρέφεια — σταβάρι — απρογύμναστος — φερέοικος — στουπόχορτο — αλλαξοφεγγαριά — παχύμετρο — κιμονό — ασυνθηκολόγητος — θεωρητικός — εορτάσιμος — πρόσπτωσις — αέρισμα — πτώμα — θεουργία — ξεσποριάζω — Αυστραλός — μακαρονοποιία — ασκοτίδιαστος — ευφωνικός — αινιγματικός |
|||