Новогреческий словарь
πλατσουλίζω
πλατσουλίζω
шлёпать
(по воде)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
шлёпать
? —
πλατσουλίζω
как с
(ново)греческого
переводится слово
πλατσουλίζω
? — шлёпать
#
(ново)греческий словарь
—
εξαμερικανίζω
—
απενοχοποιούμαι
—
καρβουνάδικο
—
σημαντικότητα
—
αχάριστος
—
πετυχημένος
—
αιματογενής
—
επανεξοπλίζω
—
σκιαγραφικό
—
αιμοπορφυρίνη
—
στέργω
—
αψηλός
—
συκοπερίβολο
—
τρυπητήρας
—
γαλαζοπράσινος
—
αυτενεργός
—
αγρονομία
—
ελαιογραφώ
—
κοντήτερα
—
πολυλογάς
—
κοινοβιακός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве