Новогреческий словарь
έμβλημα
έμβλημα
το 1)
эмблема; герб
;
τό ~ τού κράτους — государственный герб
;
2)
девиз
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
эмблема
? —
έμβλημα
как на
(ново)греческом
будет слово
герб
? —
έμβλημα
как на
(ново)греческом
будет слово
девиз
? —
έμβλημα
как с
(ново)греческого
переводится слово
έμβλημα
? — эмблема, герб, девиз
#
(ново)греческий словарь
—
πτερνοκοπώ
—
νοστιμούτσικος
—
αρεσούμενος
—
γεραιός
—
ομοιοπλασία
—
χαμηλόπρυμος
—
οδύσσεια
—
βραδύνοια
—
φουρνίζω
—
βιογραφνκός
—
ακριτοεπής
—
απανωδιαστός
—
εγγλύφις
—
ορκοπάτης
—
μετρικός
—
μονολιθικότητα
—
κοντόχοντρος
—
χαρτοβιβλιοπωλείο
—
καύλα
—
ελεεινολογώ
—
μεταποιημένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве