|
(αόρ. ξερόφαγα) есть всухомятку #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово есть всухомятку? — ξεροτρώγω как с (ново)греческого переводится слово ξεροτρώγω? — есть всухомятку — ατονία — πιές — αρριβίστας — πασαλίκι — κουρντιστήρι — άγρυπνος — γυφτάκι — γαρίζω — τεχνικός — επακούω — λιθανθρακαέριον — πού — βουβάσου — ούννος — αργοβάδιστος — αφασία — θεραπεύω — πηγαιμός — μισογεμισμένος — επιγενής — τοπιογραφία |
|||