|
вклиниваться; ~ώνομαι στό έδαφος — врезаться в землю (о падающем предмете) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вклиниваться? — σφηνώνομαι как с (ново)греческого переводится слово σφηνώνομαι? — вклиниваться — φίδι — ολόσγουρος — επανάταξις — σερπετό — σόλα — νοσηρός — νυχτοπέτα — ευφωνία — πεντακόσια — εξανθράκωση — σκαφή — κασταννά — ετερόχρονος — αστειότητα — ερημόνησο — μυώδης — βαριοήσκιωτος — νεραϊδόπαρμα — αλευρόσιτα — γρύλλισμα — ημιανοίγω |
|||