|
вклиниваться; ~ώνομαι στό έδαφος — врезаться в землю (о падающем предмете) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вклиниваться? — σφηνώνομαι как с (ново)греческого переводится слово σφηνώνομαι? — вклиниваться — γλωσσοφάγωμα — μηλοφάγος — αστροβολίδα — θεότητα — στρυχνίνη — λυπημός — απόμωρος — ματωμένος — οδοιπορία — συμποσιάρχης — ασκομαχώ — κλεμμένος — πιστικός — μαγευτικά — μετζοτίντο — Μαντιλάς — ελαιοτυπία — τάπια — ημέρωση — χαβούτσια — δικαιολογώ |
|||